- στασιάζω
- ΝΜΑ [στάσις](αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώμσν.-αρχ.1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.)2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες («διὰ τὸ τὰ ἐν τῇ Ῥώμη στασιάζεσθαι», Δίων Κάσσ.)αρχ.1. σχηματίζω φατρία ή πολιτική παράταξη με σκοπό την κατάληψη τής εξουσίας (α. «εἰ στασιάζουσι περὶ τῆς ἡγεμονίης», Ηρόδ.β. «πρὸς τοὺς τυράννους ὑπὲρ τοῡ δήμου στασιάζειν», Ανδοκ.)2. βρίσκομαι σε κατάσταση ασυμφωνίας («εἴπερ στασιάζουσι περὶ τῶν δικαίων καὶ ἀδίκων», Πλάτ.)3. (μτβ.) ξεσηκώνω σε στάση, κηρύσσω ανταρσία, προκαλώ αναταραχή («τὴν μὲν πόλιν στασιάσαι, τοὺς δὲ λέγοντας ταχέως πλουτῆσαι», Λυσ.)4. φρ. «στασιάζω τινὶ μετά τινος» και «στασιάζω κατά τινα περί τινος» — συμπαρατάσσομαι με κάποιον εναντίον κάποιου άλλου.
Dictionary of Greek. 2013.